- εναμάρτητος
- -η, -ο (AM ἐναμάρτητος, -ον) ο γεμάτος αμαρτίες, αυτός που υπόκειται σε αμαρτίες, αμαρτωλός, κολασμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενάμαρτος — η, ο (AM ἐνάμαρτος, ον) ο γεμάτος αμαρτίες, αμαρτωλός, ένοχος, εναμάρτητος αρχ. 1. εσφαλμένος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνάμαρτον η ροπή προς την αμαρτία. επίρρ... εναμάρτως εσφαλμένα, όχι ορθά … Dictionary of Greek
ՆԵՐՄԵՂԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0420 Chronological Sequence: Unknown date ա. ἑναμάρτητος peccato obnoxius. Մեղօք ծրդեալ. մեղանչական. *Բովք ընտրեցին զարծաթ անպիտան, եւ տրտմութիւն զսիրտս ներմեղական. Նեղոս … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)